Πέρατ'

Πέρατ'
Πέρατε , Πέρατος
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέρατ' — πέρατα , πέρας end neut nom/voc/acc pl πέρατι , πέρας end neut dat sg πέρατε , πέρας end neut nom/voc/acc dual πέρατα , πέρατος neut nom/voc/acc pl πέρατε , πέρατος masc voc sg πέραται , πέρατος fem nom/voc pl πέραται , περάτη farthest quarter… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφύπερα — ἐφύπερα, τὰ (Α) πάπ. οροφή, ταβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο σύνθ. από τις προθέσεις επί + ὑπὲρ + κατάλ. πληθ. ουδ. α (πρβλ. δώματ α, πέρατ α)] …   Dictionary of Greek

  • περασάρης — ο, θηλ. ισσα αυτός που διέρχεται, που περνά από κάπου καθώς πορεύεται ή ταξιδεύει πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέραση + κατάλ. άρης (πρβλ. περατ άρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”